- παρασημοφορούμαι
- παρασημοφορούμαι, παρασημοφορήθηκα, παρασημοφορημένος βλ. πίν. 74
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
παρασημοφορώ — έω 1. απονέμω παράσημο, τιμώ με παράσημο 2. (μέσ. παθ.) παρασημοφορούμαι α) τιμώμαι με παράσημο β) φορώ παράσημο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παράσημο + φορῶ (< φόρος < φέρω), πρβλ. οπλο φορώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek